τρικαλίνδητος

τρικαλίνδητος
τρι-κᾰλίνδητος, ον,
A = τρικυλίνδητος, EM766.22, Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρικαλίνδητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικαλίνδητος — ον, Α τρικυλίνδητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • τρικυλίνδητος — και τρικαλίνδητος, ον, Α αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”